γρύλισμα

γρύλισμα
το
1. η φωνή, το σκούξιμο του χοίρου και κατ’ επέκταση και άλλων ζώων.
2. το μουρμούρισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μουγκρισματιά — μουγκρισματιά, ἡ (Μ) 1. μυκηθμός, μούγκρισμα 2. γρύλισμα χοίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούγκρισμα, ατος + κατάλ. ιά (πρβλ. λαβωματ ιά, μουγκαλισματ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • γρυλισμός — ο το γρύλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”